- στρεψίμαλλος
- στρεψίμαλλοςwith tangled fleecemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρεψίμαλλος — ον, Α 1. αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο τρίχωμα 2. μτφ. (στην κωμωδία) (ως προσωνυμία τού Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι τού στρέφω (πρβλ. στρέψις), συνθ.… … Dictionary of Greek
στρεψίμαλλον — στρεψίμαλλος with tangled fleece masc/fem acc sg στρεψίμαλλος with tangled fleece neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεψιμάλλους — στρεψίμαλλος with tangled fleece masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek